αυτοδέσποτος

αυτοδέσποτος
-η, -ο (AM αὐτοδέσποτος, -ον)
νεοελλ.
αυτοδιοικούμενος, αυτεξούσιος
μσν.
«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους διοίκηση, που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
αρχ.
κύριος του εαυτού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐτοδέσποτος — at one s own will masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδεσπότως — αὐτοδέσποτος at one s own will adverbial αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδέσποτον — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem acc sg αὐτοδέσποτος at one s own will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδεσπότου — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem/neut gen sg αὐτοδεσπότης absolute master masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδεσπότῳ — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδέσποτοι — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՁՆԱՏԷՐ — ( ) NBH 1 0195 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ԱՆՁՆԱՏԷՐ կամ ԱՆՁՆՏԷՐ αὑτοδέσποτος, κυρία ἐαυτῆς sui juris, arbitrii; sui potestatem habens Տէր անձինն. ինքնիշխան. ինքնագլուխ. *Ոգիքն ʼի սկզբանէ անձնատէր կամակար եղեալ էին. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 11: *Ոչինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”